- ογδοντάρης, -α, -ικο
- 1. ο ογδόντα χρόνων: Ο πατέρας μου πέθανε ογδοντάρης. – Η γιαγιά είναι ογδοντάρα.2. το ουδ., ογδοντάρικο σημαίνει συνήθ. χωρητικότητα, βάρος: Έχω μαζί μου δυο ογδοντάρικα σακιά για το σιτάρι. – Τα δέματα είναι ογδοντάρικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.